- σκολιόχειλος
- σκολῐό-χειλος, ον,A gloss on ἀγκυλόχειλος, AB329.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιόχειλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιόχειλος — ον, Α αυτός που έχει κυρτό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «κυρτός» + χεῖλος] … Dictionary of Greek
σκολιόχειλον — σκολιόχειλος masc/fem acc sg σκολιόχειλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)